Nebari–(Νεμπάρι): Συνήθης ιαπωνικός όρος για την περιγραφή των επιφανειακών ριζών σε ένα bonsai.
New wood–(Νέο ξύλο): Ένας βλαστός ή μικρό κλαδί που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου ανάπτυξης.
Node–(Κόμβος): Σημείο νέας ανάπτυξης στον κορμό ή σε κλαδί από το οποίο φύλλα, οφθαλμοί ή νέοι βλαστοί μπορεί να ξεπεταχτούν.
Material–(Πρωτογενές υλικό): Απόθεμα υλικού Pre-bonsai από μια ποικιλία πηγών. Μπορεί να προέρχεται από φυτώρια, πωλητές σε συνέδρια και εκθέσεις Bonsai, από συλλογή από την φύση ή από την αυλή ενός γείτονα.
Mallsai–(Ψευδομπονσάι): Δέντρα που περιοδικά εμφανίζονται σε super markets και πολυκαταστήματα και πωλούνται σαν bonsai συνήθως σε χαμηλές τιμές. Συχνά είναι ήδη νεκρά κατά τη στιγμή της αγοράς ή λίγο μετά. Αποτελούν την πιο συχνή αιτία της φράσης “Είχα κάποτε και εγώ ένα bonsai αλλά ξεράθηκε και το πέταξα“.
Old wood–(Παλαιό ξύλο): Βλαστός ή κλαδί σε ένα bonsai που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου ανάπτυξης ή παλαιότερα.
Penjing: Η κινέζικη λέξη για τα bonsai. Στη συγκεκριμένη κινέζικη τέχνη τα δέντρα διαμορφώνονται σε πιο χαλαρό στυλ από το πιο «αυστηρό» ιαπωνικό. Πολύ συχνά αναπαριστούν μια σκηνή με φιγούρες και τοποθετούνται πάνω σε μάρμαρο ως αναπαράσταση νερού.
Pinching–(Τσίμπημα/κορφολόγηση): Τεχνική που χρησιμοποιείται κατά την καλλιέργεια bonsaiγια έλεγχο και διαμόρφωση της ανάπτυξης του φυλλώματος με την αφαίρεση των μαλακών νέων βλαστών με τον δείκτη και τον αντίχειρα του χεριού. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ελαφρύ κόψιμο με ψαλίδι.
Pot-bound–(Υπερκάλυψη δοχείου): Η δυσμενής κατάσταση ενός φυτοδοχείου, όπου η ανάπτυξη των ριζών έχει καλύψει τον διαθέσιμο χώρο μέχρι του σημείου να έχουν εξαλειφθεί οι ζωτικοί χώροι αέρα. Είναι η κατάσταση όπου το κλάδεμα των ριζών και η μεταφύτευση είναι πλέον αναγκαία.
Pruning–(Κλάδεμα): Διαδικασία ελέγχου του σχήματος και του ρυθμού ανάπτυξης ενός δέντρου με το κόψιμο μεγαλύτερων κλαδιών, αλλά και νεότερων στελεχών και βλαστών. Στη ζωή ενός bonsai είναι σίγουρο ότι θα απαιτηθεί αρκετές φορές κάποιο ελαφρύ κλάδεμα (κλάδεμα συντήρησης), ενώ το πιο βαρύ κλάδεμα αναφέρεται ως κλάδεμα διαμόρφωσης.
Ramification–(Διακλάδωση): Η συνεχής και επαναλαμβανόμενη διαίρεση των κλαδιών σε δευτερεύοντα κλαδιά.
Rootball–(Ριζόμπαλα): Η συμπαγής μάζα ριζών και χώματος που γίνεται ορατή όταν ένα δέντρο αφαιρεθεί από το δοχείο του ή τραβηχτεί από το έδαφος.
Root hook–(Γάντζος/Άγκιστρο ριζών): Χρήσιμο εργαλείο για χαλάρωση του χώματος και ξεμπέρδεμα των ριζών κατά τη μεταφύτευση. Συχνά μακριές ρίζες περικυκλώνουν τη ριζόμπαλα και το εργαλείο αυτό βοηθά να βρούμε την αρχή και το τέλος των ριζών.
Root pruning–(Κλάδεμα ριζών): Η εργασία του κλαδέματος των ριζών ενός bonsaiπροκειμένου να δημιουργήσουμε χώρο στο δοχείο για πρόσθεση νέου υποστρώματος και να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη νέων ριζών.
Root stock–(Ριζικό απόθεμα): Το ριζικό σύστημα μαζί με το κύριο στέλεχός του, που χρησιμοποιούνται ως βάση για ένα νέο δέντρο κατά τον πολλαπλασιασμό δέντρων μέσω της μεθόδου του εμβολιασμού.
Scion–(Γόνος): Ένα μικρό τμήμα δέντρου (συνήθως ένα μικρό κλαδί) που περιέχει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του γονικού δέντρου, τα οποία θα πολλαπλασιαστούν μέσω εμβολιασμού σε ένα νέο δέντρο πάνω από το σημείο του ριζικού αποθέματος.
Scissors–(Ψαλίδια): Το πιο χρήσιμο εργαλείο για να διατηρήσουμε το στυλ ενός δέντρου. Τα περισσότερα ψαλίδια για bonsai έχουν μεγάλες κυκλικές λαβές, ώστε να ταιριάζουν καλά στο χέρι και να προσφέρουν ακρίβεια κοπής.
Seasonal Bonsai–(Εποχιακά bonsai):Είδη bonsai που παρουσιάζουν την καλύτερη εικόνα τους σε μια σύντομη περίοδο του έτους, κυρίως με την παρουσία λουλουδιών και μικροσκοπικών φρούτων.
Shari: Ο Ιαπωνικός όρος για την παρουσία Νεκρού Ξύλου πάνω στον κύριο κορμό ενός bonsai (σε αντίθεση με το Jin που είναι παρουσίαση νεκρού ξύλου κυρίως σε κλαδιά ή άλλες προεξοχές).
Πηγή
Brandywine Bonsai Society