Accent plant–(Συνοδευτικό φυτό): Ένα μικρό φυτό που συνοδεύει ένα bonsai σε έκθεση. Η παρουσία του θα πρέπει να υποδηλώνει ίδια τοποθεσία και εποχή με το bonsai. Μπορεί να είναι μια νάνα ποικιλία γρασιδιού, ένα μικρό λουλούδι ή οποιοδήποτε άλλο είδος που θα δένει αισθητικά με το Bonsai.
Adventitious buds–(Τυχαίοι οφθαλμοί): Αδρανείς οφθαλμοί που βρίσκονται πίσω από τον κορμό του δέντρου και οι οποίοι μπορεί να εξελιχθούν σε νέα κλαδιά, εάν ένα κλαδί που βρίσκεται πάνω από το σημείο παρουσίας τους χαθεί.
Αkadama–(Ακαντάμα): Παραδοσιακό γιαπωνέζικο συστατικό μείγματος υποστρώματος για bonsai που απαρτίζεται από κόκκινο ηφαιστειακό υλικό. Χρησιμοποιείται σε πολλούς τύπους φυλλοβόλων δέντρων bonsai.
Apex–(Η κορυφή του δέντρου): Είναι το ψηλότερο σημείο στο δέντρο. Το σχήμα ενός δέντρου bonsai συχνά προσδιορίζεται από ένα σκαληνό ή άλλου είδους τρίγωνο και η κορυφή του δέντρου εντοπίζεται στην κορυφή αυτού του τριγώνου. Συνήθως στα κωνοφόρα η κορυφή είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη, ενώ σε φυλλοβόλα ή παλαιότερα δέντρα ίσως να ορίζεται από την κορυφή μιας καμπύλης.
Apical–(Κορυφαίο-Ακριανό): Ένα επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει και τις δύο άκρες του δέντρου, κορυφές και άκρες ρίζας, πάντα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε συγκεκριμένα είδη εκεί παρατηρείται και η μεγαλύτερη ανάπτυξη, σε αντίθεση με την πλευρική ανάπτυξη. Παραδείγματος χάριν, τα πεύκα είναι δέντρα κορυφαίας ή ακραίας κυριαρχίας.
Back budding–(οφθαλμογένεση σε σημεία του κλαδιού πιο κοντά στον κορμό): Μία διαδικασία και τεχνική με την οποία αυξάνονται οι πιθανότητες να ενεργοποιηθούν τυχαίοι οφθαλμοί που βρίσκονται πιο πίσω σε ένα κλαδί. Μπορεί να επιτευχθεί με έναν συνδυασμό ενεργειών, όπως συγκεκριμένη κορφολόγηση ή κλάδεμα κυρίως στις άκρες των κλαδιών, με καλή λίπανση και σημαντική έκθεση στον ήλιο σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Bareroot– (Γυμνή ρίζα): Η διαδικασία της αφαίρεσης όλου του χώματος από το ριζικό σύστημα ενός δέντρου. Συνιστάται στην περίπτωση των bonsai για δέντρα που βρίσκονται σε βαριά αργιλώδη υποστρώματα.
Broad leaf–(Πλατύφυλλα): Φυλλοβόλα, συνήθως, δέντρα που φέρουν πλατιά φύλλα, π.χ. πλάτανος, καστανιά, καρυδιά, βελανιδιά Ανήκουν στην μεγαλύτερη ομοταξία φυτών, στααγγειόσπερμα, δηλαδή εκείνα που περιβάλλουν τους σπόρους τους με αγγεία, χαρακτηριζόμενα και ως "Ανθοφόρα" ή "Ανθισµένα φυτά" και περιλαμβάνουν το 85% των φυτών που υπάρχουν στη γη.
Bud–(Οφθαλμός): Όργανο του φυτού ή του δέντρου που περιέχει κλαδί, φύλλο ή λουλούδι σε εμβρυακή κατάσταση.
Bud break–(Άνοιγμα οφθαλμού): Το σημείο στο οποίο ένας οφθαλμός έχει ανοίξει αρκετά ώστε να φανεί μία πράσινη άκρη.
Bud pushing–(Φούσκωμα οφθαλμού): Το σημείο στο οποίο οι οφθαλμοί έχουν αρχίσει να ανοίγουν και να διογκώνονται κατά την άνοιξη.
Cambium – (Κάμβιο στρώμα): Ο ιστός πράσινης ανάπτυξης ακριβώς κάτω από τον εξωτερικό φλοιό του δέντρου, ο οποίος αναπτυσσόμενος προσθέτει όγκο στην περίμετρο του κορμού, των κλαδιών και της ρίζας και δημιουργεί τους ετήσιους δακτυλίους σε ένα δέντρο.
Callus–(Κάλος ή Τύλος): Ιστός που δημιουργείται πάνω και γύρω από μία πληγή στο κλαδί ή τον κορμό δέντρου ως μέρος της διαδικασίας επούλωσης.
Candle–(Κερί): Ονομασία που δίνεται σε ένα επεκτεινόμενο οφθαλμό πεύκου πριν οι νέες βελόνες επάνω του εμφανισθούν και αρχίσουν να επιμηκύνονται.
Canopy–(Το στέμμα του δέντρου): Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα πιο ψηλά κλαδιά του δέντρου που αποτελούν την κορυφή του.
Chopstick–(Ραβδί ξυσίματος): Το απαραίτητο αυτό εργαλείο για εργασίες στα bonsai χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση παλιού χώματος από τις ρίζες, αλλά και για την εισχώρηση του νέου υποστρώματος σε όλα τα σημεία κάτω και μέσα στις ρίζες κατά την μεταφύτευση.
Chlorosis–(Χλώρωση):Απώλεια της χλωροφύλλης αλλά και του χρώματος του φυλλώματος που επέρχεται ως αποτέλεσμα έλλειψης απαραίτητων ορυκτών ουσιών στο υπόστρωμα ενός δέντρου.
Collected tree–(Δέντρο που συλλέχθηκε από τη φύση): Είναι δείγματα δέντρων κατάλληλα για δημιουργία bonsai που αφαιρέθηκαν από το φυσικό περιβάλλον τους, τα περίφημα και πολυσυζητημένα Yamadori. Τα πιο εξαιρετικά δείγματα έχουν υποστεί δραματικές πολλές φορές σχηματοποιήσεις από τις δυνάμεις της φύσης.
Concave cutter (Diagonal)–(Διαγώνιος Κοίλος κόφτης):Ο πιο απλός και συνήθως περισσότερο χρησιμοποιούμενος κοίλος κόφτης. Οι λεπίδες του συναντώνται σε ευθεία γραμμή και βρίσκονται σε διαγώνια θέση σε σχέση με τις λαβές του εργαλείου. Ο κόφτης αυτός δίνει μία τομή σε σχήμα V για αφαίρεση κλαδιών κοντά στον κορμό. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνει τη δημιουργία ενός κάλου επούλωσης με καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα.
Κnob cutter–(Κόφτης ρόζων): Το εργαλείο αυτό αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στην εργαλειοθήκη bonsai. Οι λεπίδες κοπής του είναι σαν τα δύο μισά μιας σφαίρας που έρχονται σε επαφή. Το σχήμα του επιτρέπει να δαγκώνει πολύ επιθετικά μέσα στο ξύλο. Αφαιρεί προεξέχοντα στελέχη και ρόζους εύκολα και γρήγορα με πολύ ελεγχόμενο τρόπο.
Concave cutter (Rounded or spherical) - (Στρογγυλεμένος κοίλος κόφτης): Είναι ένα εργαλείο κοπής που συνδυάζει τις δυνατότητες κοπής του κανονικού κοίλου κόφτη και του κόφτη ρόζων. Έχει την ίδια δύναμη κοπής και αφαίρεσης κλαδιών όπως ο διαγώνιος κόφτης, αλλά η στρογγυλεμένη του άκρη επιτρέπει πιο ντελικάτα κοψίματα, ειδικά την αφαίρεση κλαδιών επάνω στην επιφάνεια του κορμού με τρόπο ανάλογο με τα κοψίματα που κάνει ο κόφτης ρόζων.
Conifer–(Κωνοφόρο): Τα κωνοφόρα δέντρα ανήκουν στην ομοταξία των γυμνόσπερμων. Οι καρποί τους δεν περικλείονται σε ωοθήκες αντίθετα με τα αγγειόσπερμα. Τα κωνοφόρα φέρουν φύλλωμα που έχει σχήμα βελόνας (πεύκα) ή είναι φολιδωτό σαν αλληλεπικαλυπτόμενα λέπια (γιουνίπεροι). Με λίγες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις είναι αειθαλή (διατηρούν το φύλλωμά τους καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους).
Cut Paste–(Πάστα επούλωσης): Σειρά προϊόντων που χρησιμοποιούνται για τη σφράγιση πληγών σε ένα δέντρο, κυρίως μετά από κλάδεμα προς αποφυγή εισχώρησης μολύνσεων.
Deadwood–(Νεκρό ξύλο):Κομμάτι ξύλου σε ένα bonsai, συνήθως τμήμα κλαδιού ή μέρος του κορμού που έχει αφεθεί εκτεθειμένο, ώστε να δώσει την εντύπωση μεγάλης ηλικίας και των δύσκολων συνθηκών στις οποίες μεγάλωσε το δέντρο. Παραπομπή σε jin και shari.
Dessication–(Ξήρανση): Συνήθως προκαλείται από την έλλειψη νερού. Ξεραμένα φύλλα εμφανίζονται όταν οι ρίζες αδυνατούν να τους προμηθεύσουν νερό. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα ελλιπούς ποτίσματος. Επίσης τον χειμώνα το παγωμένο χώμα και οι ξηροί παγωμένοι άνεμοι μπορούν γρήγορα να οδηγήσουν σε ξεραμένα φύλλα.
Deciduous–(Φυλλοβόλο): Δέντρο που ρίχνει τα φύλλα του κάθε χρόνο το Φθινόπωρο. Μπορεί να είναι πλατύφυλλο ή πολύ πιο σπάνια κωνοφόρο.
Defoliation–(Αποφύλλωση): Η διαδικασία της μερικής ή ολικής αφαίρεσης του φυλλώματος ενός δέντρου κατά τη διάρκεια της πρώιμης καλοκαιρινής ανάπτυξης, με σκοπό τη δημιουργία μικρότερου και λεπτότερου φυλλώματος που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της διακλάδωσης ενός δέντρου Bonsai.
Dieback–(Μαρασμός): Η νέκρωση της ανάπτυξης που αρχίζει από την άκρη (κορυφή) από ασθένεια ή τραυματισμό. Ο χειμωνιάτικος μαρασμός είναι σύνηθες φαινόμενο ειδικά σε δέντρα που έχουν κλαδευτεί πολύ αργά στη σεζόν.
Dormant–(Αδρανής / Αδράνεια): Μία περίοδος κατά την οποία δεν υπάρχει ανάπτυξη. Όλα τα δέντρα είναι αδρανή κατά τη διάρκεια του χειμώνα όταν οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από τους 4 βαθμούς Κελσίου και η φωτοσύνθεση έχει σταματήσει. Πολλά δέντρα επίσης παραμένουν αδρανή κατά τους καυτούς καλοκαιρινούς μήνες, θεωρώντας πιο αποδοτικό απλώς να μείνουν ζωντανά.
Dormant oil–(Αδρανή έλαια):Ποικιλία υδατοδιασπόμενων ελαίων με τα οποία ψεκάζονται τα φυτά για έλεγχο αφιδών και εντόμων. Χρησιμοποιούνται όταν το δέντρο μπαίνει σε περίοδο αδράνειας.
Evergreen–(Αειθαλή): Τα δέντρα που διατηρούν το φύλλωμά τους σε όλη την διάρκεια του έτους. Πρέπει να τονιστεί ότι τα αειθαλή δέντρα ρίχνουν τα παλαιότερα φύλλα τους συγκεκριμένες εποχές του έτους (ανάλογα με το είδος), καθώς τα αντικαθιστούν με νέο φύλλωμα. Στα αειθαλή περιλαμβάνονται σχεδόν όλα τα κωνοφόρα και δέντρα όπως το πυξάρι και μερικά είδη αζαλέας.
Foliage pad–(Μάζα ή μαξιλάρι φυλλώματος): Μια μικρή ανεξάρτητη μάζα φυλλώματος σε ένα κλαδί. Μερικές φορές αναφέρεται και ως "σύννεφο". Τα μαξιλάρια φυλλώματος διαμορφώνονται με κλάδεμα και συρμάτωμα, ώστε να είναι ξέχωρα αναγνωρίσιμα στην δομή του δέντρου. Γενικά ευθυγραμμίζονται σε οριζόντια γραμμή.
Girth–(Περίμετρος): Η περιφέρεια του κορμού μετρούμενη στο επίπεδο του εδάφους.
Graft / Grafting-(Εμβολιασμός): Είναι μια τεχνική με την οποία αγγειακοί ιστοί ενός φυτού εισάγονται στους ιστούς ενός άλλου φυτού με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενωθούν και να γίνουν ένα. Κατά τη διαδικασία το ένα φυτό επιλέγεται για τις ρίζες του και καλείται ριζικό απόθεμα ή ρίζωμα (Root stock), ενώ το δεύτερο φυτό επιλέγεται για τα φύλλα, τα λουλούδια ή τα φρούτα του και καλείται γόνος (scion).Ο γόνος εμπεριέχει τα γονίδια που επιθυμούμε να επαναληφθούν σε μελλοντική παραγωγή από το μητρικό φυτό.
Ο όρος grafting – εμβολιασμός χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει την διαδικασία πρόσθεσης κλαδιών ή ριζών σε ένα δέντρο προκειμένου να βελτιωθεί αισθητικά η εμφάνιση του παρουσιάζοντας περισσότερη διακλάδωση και φύλλωμα.
Hardy–Hardiness zones (Ανθεκτικότητα – Ζώνες ανθεκτικότητας): Όροι που περιγράφουν την ικανότητα των διαφόρων τύπων δέντρων να ανθίστανται σε διαφορετικές καιρικές συνθήκες χειμώνα. Ο παγκόσμιος χάρτης περιλαμβάνει διαφορετικές ζώνες ανθεκτικότητας των δέντρων που αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή.
Internode–(Μεσοκόμβιο διάστημα): Το τμήμα του κλαδιού μεταξύ δύο κόμβων (φύλλων ή οφθαλμών). Όσον αφορά τα Bonsai είναι γενικά αποδεκτό να διαλέγουμε δέντρα με μικρά μεσοκόμβια διαστήματα ή να τα διατηρούμε κοντά με συνεχές κλάδεμα.
Jin: Ιαπωνική λέξη για ένα νεκρό κλαδί σε ένα δέντρο ή ένα ζωντανό ιστό ξύλου που μετατράπηκε τεχνητά σε νεκρό ξύλο. Ουσιαστικό που συχνά όμως χρησιμοποιείται και ως ρήμα για να περιγράψει την αφαίρεση του εξωτερικού φλοιού ενός ζωντανού κλαδιού. Προσοχή. Δεν πρέπει να συγχέεται με το Gin που πίνουμε συχνά δουλεύοντας σε ένα δέντρο!!!
Juvenile foliage–(Νεανικό φύλλωμα): Αυτό το νέο φύλλωμα παρατηρείται σε γιουνίπερους και ξεχωρίζει από την αιχμηρή του υφή σε ένα δέντρο που παρουσιάζει δύο διαφορετικούς τύπους φυλλώματος. Ο δεύτερος τύπος εμφανίζεται πιο ώριμος με απαλή φολιδωτή εμφάνιση.
Lateral Growth–(Πλευρική ανάπτυξη): Ανάπτυξη στα πλευρικά σημεία του δέντρου αντίθετη με την κορυφαία ή ακραία ανάπτυξη.
Layering–(Καταβολάδα): H καταβολάδα εδάφους και η εναέρια καταβολάδα είναι μέθοδοι παραγωγής νέου ριζικού συστήματος από τον κορμό ή τα κλαδιά ενός δέντρου. Χρησιμοποιείται κυρίως ως μέθοδος πολλαπλασιασμού φυτών και δέντρων, αλλά και για διόρθωση φτωχής εικόνας ριζών στο επίπεδο του εδάφους (Nebari)
Leader–(Κυρίαρχο κλαδί): Το κύριο κλαδί/βλαστός στην κορυφή του δέντρου που συνήθως υποδεικνύει τη μελλοντική συνέχεια του κορμού. Είναι περισσότερο εμφανή σε νεαρά δέντρα παρά σε δέντρα μεγαλύτερης ηλικίας.
Lime Sulfur: Είναι ένα μείγμα θειικού ασβεστίου που χρησιμοποιείται για να λευκάνει και να διατηρήσει το νεκρό ξύλο (Jin και Shari) στον κορμό και τα κλαδιά ενός Bonsai. Εφαρμόζεται με πινέλο αποφεύγοντας την επαφή με άλλα τμήματα του κορμού και άλλους ζωντανούς ιστούς του δέντρου. Έχει πολύ έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά και πρέπει να χρησιμοποιείται με κατάλληλες προφυλάξεις μόνο σε εξωτερικούς χώρους.
Linnaean taxonomy–(Ταξινόμηση κατά Carl Linnaeus): Βιολογική ταξινόμηση ειδών όπως συστάθηκε από τον Carl Linnaeus, και εκτίθεται στο έργο του Systema Naturæ (1735) και μεταγενέστερες εργασίες.
Family–(Οικογένεια): Μια ομάδα ειδών τα μέλη της οποίας μοιάζουν το ένα με το άλλο σε πολλά σημεία.
Genus–(Γένος): Στενά συνδεδεμένα και παρόμοια είδη φυτών.
Specific epithet– (Συγκεκριμένο επίθετο): Αυτός ο όρος ακολουθεί την κοινή ονομασία και μαζί με αυτή αποτελεί το όνομα του είδους. Π.χ στη molinia caerulea, Molinia είναι το γένος, caerulea είναι το συγκεκριμένο επίθετο και ολόκληρο, δηλ. mοlinia caerulea το όνομα του είδους.
Subspecies–(Υποείδη): Διαφέρουν από άλλα του ίδιου είδους σε ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά.
Variety–(Ποικιλία): Βοτανολογική ποικιλία που διαφέρει από άλλα του ίδιου είδους π.χ στο χρώμα των λουλουδιών (Τριαντάφυλλα)
Cultivar–(Καλλιεργούμενη ποικιλία) είναι μια ομάδα υπό καλλιέργεια, της οποίας τα μέλη διαφέρουν από άλλα μέλη του ίδιου είδους σε ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά.
Common name–(Κοινή ονομασία): Το όνομα που χρησιμοποιείται στο εμπόριο φυτών και που μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την περιοχή.
Mature foliage–(Ώριμο φύλλωμα):Περισσότερο παρατηρείται σε γιουνίπερους και είναι η δευτερογενής, πιο φολιδωτή μορφή φυλλώματος που ακολουθεί το νεανικό αιχμηρό πρώτο φύλλωμα.
Πηγή
Brandywine Bonsai Society